- παρασκευή
- I
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.1. Αδελφή της Σαμαρείτιδας Φωτεινής. Μαρτύρησε με σπαθί. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου.2. Καταγόταν από τους Επιβάτες της Θράκης. Η μνήμη της τιμάται στις 14 Οκτωβρίου.3. Ρωμαία οσία. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Αντωνίου του Ευσεβούς (138-160). Η μνήμη της τιμάται στις 26 Ιουλίου.IIΌνομα 2 οικισμών.1. Oρεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Είναι του ομώνυμου δήμου (12 τ. χλμ.).2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 780 μ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, κοντά στη Δεσκάτη. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (20 τ. χλμ.).
Ο ναός της Αγίας Παρασκευής στο Γεράκι Λακωνίας.
* * *η, ΝΜΑετοιμασία, προετοιμασίανεοελλ.1. φτιάξιμο2. προπαρασκευή3. κατάρτιση, καταρτισμόςνεοελλ.-μσν.φρ. «Μεγάλη Παρασκευή» ἡ «Αγία Παρασκευή» — η πριν από το Πάσχα Παρασκευή, ημέρα κατά την οποία σταυρώθηκε, πέθανε και τάφηκε ο Χριστός, γεγονότα τα οποία εορτάζει κατά την ημέρα αυτή η χριστιανική Εκκλησία και κατά την οποία ο χριστιανικός κόσμος τηρεί αυστηρότατη νηστείαμσν.1. «ἡ Παρασκευή τῆς ἀπόκρεω» — η πριν από την Τεσσαρακοστή Παρασκευή2. ημέρα διανομής ευλογιών ανάμεσα στους μοναχούςαρχ.1. το να προμηθεύει κάποιος τα υλικά ή τα μέσα για να ετοιμαστεί κάτι2. τα μέσα ή ο τρόπος προμήθειας3. οι μηχανορραφίες, οι δολοπλοκίες που επινοεί κάποιος για να πετύχει μια ευνοϊκή απόφαση ή την ψήφιση κάποιας πρότασης νόμου4. αυτό που έχει προετοιμαστεί για έναν σκοπό5. (για ομιλητή) ετοιμασία, άσκηση, προπαρασκευή για απαγγελία λόγου6. (για λόγο) εισαγωγικό μέρος, προοίμιο7. στρατ. α) εξοπλισμόςβ) η όλη πολεμική ετοιμασία8. η δύναμη, τα μέσα για την επίτευξη ενός σκοπού9. φυσικά μέσα υπεράσπισης10. ιατρ. η ιδιοσυγκρασία νεογέννητου βρέφους11. (για πνευματικές ικανότητες) προδιάθεση12. άσκηση, εξάσκηση («παρασκευὴ εἰς τὸ εὔχεσθαι», Ωριγ.)13. σημείο αναφοράς για την χρονολόγηση τού Μυστικού Δείπνου και τού Πάθους τού Κυρίου14. ημέρα λήψης τής Θείας Κοινωνίας15. φρ. α) «ἐκ παρασκευής» — εκ προθέσεως, εκ προμελέτηςβ) «μάχη ἐγένετο ἐκ παρασκευῆς» — έγινε μάχη εκ παρατάξεως (Θουκ.)γ) «δι' ὀλίγης παρασκευῆς» — εκ τού προχείρου, μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημαδ) «ἡ πυρετῶν παρασκευή» — το πλησίασμα τής εποχής που ευνοούσε την εξάπλωση τών πυρετών.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -σκευή (< σκευή «εξοπλισμός»), πρβλ. επι-σκευή, κατασκευή. Η λ. λειτουργεί ως εκφραστικό τής ρηματικής ενέργειας τού παρασκευάζω].
Dictionary of Greek. 2013.